υαλωτός

υαλωτός
η , ό[ν] 1. стеклянный; застеклённый;
2. (τό ) стеклянная перегородка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υαλωτός" в других словарях:

  • υαλωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από υαλοπίνακες, τζαμωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλωτό το τζαμωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»